Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Αρκεί που θα `ρθεις


Φέρε μου ένα μικρό περιστέρι
και λίγα λουλούδια με τ’άλλο σου χέρι
και πάμε να δούμε τον ήλιο που βγαίνει
ψηλά στην κορφή του βουνού.

Φέρε το γέλιο στα μάτια τριγύρω
και λίγα τραγούδια μ’ αλλιώτικο μύρο
κι αγάπη, κι αγάπη σαν τ’ άλικο χρώμα
του ορίζοντα και τ ουρανού.

Μ’ αν δε μου φέρεις τον κόσμο που ζήτησα
και να πετάξεις μ’ αυτά δεν μπορείς
μην αργείς, μην αργείς έλα μόνος κοντά μου
αρκεί που θα ’ρθεις που θα ’ρθεις.

Φέρε τις ώρες που ’φύγαν και πάνε
τ’αλλιώτικα μάτια αυτών που αγαπάνε
κι εκείνο το φως που σκορπάς
όταν γύρω σου έχει σκοτάδι βαθύ.

Φέρε μου τ’ όνειρο και τη γαλήνη
Την αύρα που πάνω στο μέτωπο σβήνει
Και αυτό το παράξενο κύμα
που απάνω στα χέρια σου έχει απλωθεί

Μ’ αν δε μου φέρεις τον κόσμο που ζήτησα
και να πετάξεις μ’ αυτά δεν μπορείς
μην αργείς, μην αργείς έλα μόνος κοντά μου
αρκεί που θα ’ρθεις που θα ’ρθεις.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Άσμα ασμάτων


Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Αν


Κι αν απόψε το τραγούδι π’ αγαπάς
δεν τ’ αφήνεις μοναχό να σ’ οδηγήσει
το σκαλί αυτό που τώρα ακουμπάς
αύριο θα το `χεις πριονίσει.

Κι αν απόψε της καρδιάς σου δε νοιαστείς
ν’ αναλύσεις την κρυμμένη σημασία
θά `σαι αύριο φτηνός διαχειριστής
σε μια ξένη εξουσία.

Κι αν αυτό το παραμύθι που ακούς
δεν τ’ αφήνεις μιαν αλήθεια να γυρέψει
θά `χεις κάνει ένα κόσμο σαν κι αυτούς
κι όλα θα τα έχεις καταστρέψει.

Άνθη της πέτρας


Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα

Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν
όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια

Όταν βγαίνει το φεγγάρι


Ό,τι και να γίνει
ό,τι και να λάχει
κούντου λούνα βίνι
τραγουδάν οι βλάχοι.
Φίλοι στην ειρήνη
σύντροφοι στη μάχη
κούντου λούνα βίνι
τραγουδάν οι βλάχοι.

Κούντου λούνα βίνι
κι ό,τι θέλει ας γίνει.

Κλαιν οι βεδουΐνοι
σκούζουν οι φελλάχοι
και στην Παλαιστίνη
καίγονται μονάχοι.
Θρύψαλο η σελήνη
στη μεγάλη ράχη
κούντου λούνα βίνι
τραγουδάν οι βλάχοι.

Κούντου λούνα βίνι
κι ό,τι θέλει ας γίνει.

Φως και καλωσύνη
γιε μου δεν υπάρχει
ρίχνουν στο καμίνι
και τον Πατριάρχη.
Μαύρισαν οι κρίνοι
ράγισαν οι βράχοι
κούντου λούνα βίνι
τραγουδάν οι βλάχοι.

Κούντου λούνα βίνι
κι ό,τι θέλει ας γίνει.

Ακροβάτες


Στου καιρού την ανεμελιά
ακροβάτες κάνουν μαγικά,
την αυγή σβήνουν την φωτιά
και κινούν για ξένο τόπο βιαστικά.

Περπατούν πέρα απ’ το νοτιά
τα όνειρά τους δένουν με σκοινιά,
στο γυαλό φτιάχνουν σκηνικά
και αρχίζουν το παιχνίδι σαν παλιά.

Στα μέρη που γυρνούν δε θα βρουν
νερό να πιουν να γιατρευτούν.
Ποιος μάγεψε τις νύχτες τους,
ποιος τεντώνει το παλιό σκοινί;

Στου καιρού τη λιποθυμιά
θα αρπάξω μέρα τη φωτιά,
θα χαθώ στα λευκά πανιά
να στη φέρω φως μου να `χεις συντροφιά.

Στης μέρας τη σιωπή
στέκει τ’ όνειρο κι ισορροπεί
κι αν κοπεί νύχτα το σκοινί
θα το ράψω στης αγάπης την κλωστή.

Στα μέρη που γυρνάς δε θα βρεις
νερό να πιεις της λησμονιάς.
Ποιος σε πλάνεψε αστέρι μου,
ποιος θα φέρει απ’ την πηγή νερό;

Πες μου ποιος ξέρει το γιατί;
Ξαγρυπνάς τις νύχτες μοναχή,
στο γυαλό ρίχνεις μιαν ευχή
και προσεύχεσαι να βγει αληθινή.

Στο νερό του κρυφού γυαλού
ρίξε τη σταγόνα του λαδιού
να σου πει τ’ άγραφα του νου
που σου κλέψαν τη γαλήνη του ουρανού.

Στα μέρη που γυρνάς δε θα βρεις
νερό να πιεις της λησμονιάς.
Ποιος σε πλάνεψε αστέρι μου,
ποιος θα φέρει απ’ την πηγή νερό;

Αιώνες ανθίζεις


Και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο
Λες και πάλι τα μοναχικά απογεύματα

Που ξέρεις πως σ’ αποζητάω Βεατρίκη

Αιώνες ανθίζεις στο πλευρό του θανάτου
τόσα που θέλω είν’ από δω
στα όμορφα που με πονάνε
και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο

Και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο

Λες και πάλι τα θαλασσινά, θαλασσινά οράματα

Που ξέρω πως σε τυραννάνε Βεατρίκη

Χορεύεις, πηγαίνεις στα πουλιά τα ωραία
κι όταν σε βλέπω μοναχή
μα φτάνει πια να με τρομάζεις
και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο

Η πιο όμορφη θάλασσα


Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.

Κι ό,τι πιο όμορφο,
Κι ό,τι πιο όμορφο θα `θελα να σου πω,
Δε στο `πα ακόμα, δε στο `πα ακόμα.

Ανάγκη να σε πάρω εγώ


Ανάγκη να σε πάρω εγώ
που έτσι σε παρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου, πώς σε πονώ.

Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το `ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
παιδάκι μου, πώς σ’ αγαπώ.

Δρόμο σε πήγα, δρόμο μακρινό
νυχτόμερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
μα να σ’ αφήσω δεν μπορώ.

Σε μαύρες μέρες και σκληρές
πλένω σε και βαφτίζω σε
μες στο κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.